- κρυαίνω
- κρυαίνω και κρυγαίνω έκρυανα1. κάνω κάτι ή κάποιον κρύο, ψυχραίνω: Μ' έκρυανε η συμπεριφορά της.2. γίνομαι κρύος, ψυχραίνομαι: Έκρυανε ο καιρός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.